η ταυτότητά μας

η ταυτότητά μας

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Μετά τα σκισμένα καλσόν της διαπραγμάτευσης..έρχονται τα δάκρυα των συριζαίων για τα μέτρα που παίρνουν



Η Εφημερίδα των Συντακτών-όπως και η ΑΥΓΗ-παρακαλουθούν με δέος τηνKontranews και την Realnews να μετατρέπονται σε κατ΄εξοχήν κυβερνητικές εφημερίδες. Ούτε στα πιο τολμηρά όνειρά τους κάποιοι από τους μπαρουτοκαπνισμένους συντάκτες της ΑΥΓΗΣ δεν θα μπορούσαν να φαντασθούν αυτή την εξέλιξη.

Ο δε Νικόλας Βουλέλης, διευθυντής της Εφημερίδας των Συντακτών, μια ξεχωριστή προσωπικότητα στο χώρο της Αριστεράς, άνθρωπος καλλιεργημένος, κοσμοπολίτης και με χιούμορ, υπερασπιζόμενος την ανεξαρτησία της ενημέρωσης και την άποψη του δημοσιογράφου δημοσιεύει το άρθρο τουΓιώργου Σταματόπουλου που ακολουθεί.

Ενα άρθρο που καταγράφει την αμείλικτη πραγματικότητα της βυθισμένης στην υποκρισία διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Την ώρα που προκαλούν μακελειό στην κοινωνία υποκρίνονται ότι λυπούνται.




το άρθρο του Γιώργου Σταματόπουλου
ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ

Ετσι ξεκίνησε την ομιλία του ο εισηγητής, φίλος και προπαγανδιστής της αποανάπτυξης και αμείλικτος κριτής της τωρινής κυβέρνησης: Ευχαριστώ από καρδιάς τον ΣΥΡΙΖΑ… Παύση. Παγωμάρα στο ακροατήριο. Και ξανά: Το εννοώ, σύντροφοι και συντρόφισσες. «Ευχαριστώ τον ΣΥΡΙΖΑ διότι απέδειξε πώς δεν θα αλλάξουν τα πράγματα. Μας έβγαλε από τη δύσκολη θέση να προσδοκάμε μάταια ότι τάχα μου υπάρχει ελπίδα για αλλαγή.

»Ευχαριστώ τον ΣΥΡΙΖΑ διότι μας απελευθέρωσε από τις αυταπάτες και τις αριστερές ουτοπίες…» και καταλάβαμε ευθύς την ειρωνική ευχαριστήρια προσφώνησή του, που, όντως, εντυπωσίασε και ξάφνιασε τους ακούοντες. Μου ‘λεγε αργότερα πως είχε «κλέψει» αυτήν την προσφώνηση από τον αναρχικό πρίγκιπα Κροπότκιν, ο οποίος απευθυνόμενος στον Λένιν τού είχε μιλήσει έτσι:


Ο Λένιν είχε ήδη φτιάξει τη χαλύβδινη κεντρική εξουσία· τον Κροπότκιν θα άκουγε, που μίλαγε για ελεύθερες κομμούνες και ελεύθερες πόλεις και ότι όφειλε η Ρωσία να επιστρέψει στη δημιουργική ευφυΐα των τοπικών θεσμών, των τοπικών δυνάμεων; Με την ευκαιρία:

Είχε δίκιο ο συνάδελφος Τάσος Τσακίρογλου στην αντιπαράθεσή του (χθες) με συντάκτες του «Ριζοσπάστη». Πράγματι, ο Μαρξ είχε υποστηρίξει την ύπαρξη των φεουδαρχικών αγροτικών κοινοτήτων, των μιρ, και την προαγωγή τους σε εθνική κλίμακα.

Αλλά η εξουσία, τότε και τώρα, αδιαφορεί προκλητικά για την υγεία και επαναστατικότητα της τοπικής δύναμης, εξ ου και το μίσος της για την αυτάρκεια και αυτοδιαχείριση που επιδεικνύουν τέτοιες μορφές οργάνωσης. Ο φεντεραλισμός (ομόσπονδη ανάπτυξη κοινοτήτων) πάντα ενοχλούσε και εξενεύριζε τους κεντρικούς εξουσιαστές, και τις α-εθνικές ελίτ.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να χάνουμε λόγια και χρόνο για τα όνειρα που πέταξαν. Θα πρέπει, αλήθεια, να νιώθουμε ευγνώμονες απέναντι στην «αριστερή» μας κυβέρνηση, που μας άνοιξε τα μάτια και αρκετοί άπιστοι βλέπουν τώρα ότι η εξουσία δεν επηρεάζεται από ιδεολογίες και κουραφέξαλα παρά μόνο εάν συντριβεί ή επανανοηματοδοτηθεί -να επικρατήσει η δημοκρατία, το αυτεξούσιον του καθενός.

Ετσι ξεστραβωμένοι αντιλαμβανόμαστε ότι ο ρεαλισμός που μας σερβίρουν σαν σκληρό και αναπότρεπτο είναι, πολύ απλά ειπωμένο, η διατήρηση των θέσεων εξουσίας που κατέλαβαν. Ρεαλισμός είναι ο κυνισμός τους και η περιφρόνηση και ειρωνεία που επιδεικνύουν απέναντι στους αντιπάλους. (Ο λαός μάς έδωσε δύο φορές εντολή να κυβερνήσουμε, άρα βουλώστε το· σκάστε και υπακούστε· κάπως έτσι).

Μάλλον δεν έχει νόημα να ασχολείται κανείς με το τι πράττει η κυβέρνηση αφού, απλώς, εκτελεί αποφάσεις που παίρνουν άλλοι. Και ας θρηνούν και οδύρονται για την ανεργία που μαστίζει τη χώρα, για τις αντιιδεολογικές τους αποφάσεις να πετσοκόβουν μισθούς και συντάξεις, να απολύουν και λοιπά.

Τους καημένους -τι τραβάνε αυτοί οι άνθρωποι… «Δολοφονούν» λυπούμενοι… Αφού ουσιαστικά περιφρονούν την κοινωνία, ας τους περιφρονήσει με τη σειρά της και η ίδια και ας αρχίσουν τα μέλη της να μιλούν μεταξύ τους, όχι, όμως, με παρωπίδες και κραυγές, αλλά με στόχο την αυτογνωσία τους, προσωπικά του καθενός αλλά και όλης της δομής της κοινωνίας που συνθέτουν.

Αρκετά μάς παραμύθιασαν για το πόσο πονάνε και λυπούνται που είναι αναγκασμένοι να «δολοφονούν»· αρκετά με τον ρεαλισμό της υποκρισίας και της υποταγής.