η ταυτότητά μας

η ταυτότητά μας

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Έχουμε παγιδευτεί



Το πρώτο πράγμα που επιδιώκει ένας επενδυτής είναι πως δεν θα χάσει το κεφάλαιο. Μετάφροντίζει πως θα κερδίσει.



Το αντίθετο συμβαίνει με τους απατεώνες καθώς ποτέ δεν ρισκάρουν δικά τους κεφάλαια.

Συνήθως κινούνται με τα λεφτά των άλλων: Των φορολογουμένων που διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις ή των καταθετών που διαχειρίζονται οι τραπεζίτες.

Η κυβέρνηση φαίνεται πως τρέφει την αυταπάτη περί ανάπτυξης με όρους χειρότερους απ’ ό,τι την έτρεφαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Πιστεύει πως οι φιλολογικές συζητήσεις για το χρέος που καταλήγουν ή δεν καταλήγουν σε αόριστες μελλοντικές υποσχέσεις για τη βιώσιμη αναδιάρθρωση, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την προσέλκυση επενδύσεων.


Κατά τους
ειδικούς τα μέτρα των 5,7 δισ. ευρώ τους επόμενους μήνες αρκούν για να βυθίσουν το ΑΕΠ κατά 3 περίπου μονάδες. Η ρευστότητα που θα εξασφαλίσουν οι τράπεζες μέσω της ΕΚΤ θα σβήσει μέρος αυτών των απωλειών, αλλά είναι απίθανο η ύφεση να μη συνεχίσει τους επόμενους μήνες.

Η ρευστότητα χρειάζεται και ευνοϊκό περιβάλλον για να δημιουργήσει θετικό αντίκρισμα. Στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή όλοι ασχολούνται πως θα οργανώσουν τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή ή πως θα κλείσουν μπλοκάκια και επιχειρήσεις για να περάσουν ολοκληρωτικά στη μαύρη οικονομία.

Κανένας σοβαρός επενδυτής δεν πρόκειται να πλησιάσει την Ελλάδα εκτός εκείνων που βλέπουν ευκαιρίες στη διασπάθιση από κοινού με πολιτικούς των μειούμενων ροών από τα ευρωπαϊκά ταμεία ή σε κάποιες «μπίζνες» με μονοπωλιακά χαρακτηριστικά, όπως τα λιμάνια και τα αεροδρόμια.

Εκτός από τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία, το υψηλό κόστος συνταξιοδότησης και φορολογίας, ένας βασικός αποτρεπτικός παράγοντας είναι η πολιτική και οικονομική αστάθεια.

Μια σοβαρή επένδυση χρειάζεται 5-10 χρόνια μέχρι να κάνει απόσβεση κεφαλαίου για να αρχίσει στη συνέχεια να αποδίδει. Στην Ελλάδα κανείς δεν μπορεί να προγραμματίσει πέραν του 3μήνου.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τις καταστροφικές παλινωδίες του 2015 και του 2016 είναι απίθανο να αποκαταστήσει στο μέλλον την εμπιστοσύνη και να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό ή έστω το εσωτερικό.

Ούτε τις καταθέσεις που έδιωξε από τις τράπεζες δεν πρόκειται να επαναφέρει ακόμη και αν στο οικονομικό επιτελείο ορίσει πρόσωπο εκτός κόμματος που εμπιστεύονται οι αγορές. Ο πρωθυπουργός έχασε το παιγνίδι της αξιοπιστίας το 2015 και συνεχίζει να το χάνει το 2016.


Το πρόβλημα της πολιτικής αξιοπιστίας που χρειάζεται η οικονομία για να δημιουργηθούν συνθήκες εμπιστοσύνης είναι ευρύτερο. Αφορά πολιτικούς συσχετισμούς και τη θεσμική επάρκεια και λειτουργία της πολιτείας.

Ακόμη και ο φιλικός προς την οικονομία και τον επιχειρηματικό κόσμο κύριος Μητσοτάκης να έρθει στην εξουσία αύριο, η εμπιστοσύνη στη χώρα θα αργήσει να επανακάμψει.

Πολύ πιθανό είναι να μην επανακάμψει καθόλου αν δεν υπάρξουν δραστικές θεσμικές και πολιτικές αλλαγές οι οποίες απαιτούν ευρεία πολιτική συναίνεση και αποδοχή.

Π.χ. ας υποθέσουμε πως μια νέα κυβέρνηση μειώνει δραστικά τη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές παράλληλα με τη μείωση των δαπανών.

Ποιος μπορεί να εγγυηθεί σε αυτούς που θα έρθουν να κάνουν μερικές σοβαρές μακροπρόθεσμες επενδύσεις πως σε 2 ή 4 χρόνια δεν θα αλλάξει η κυβέρνηση και η επόμενη δεν θα κάνει αυτά που κάνουν σήμερα οι μαθητευόμενοι «σοσιαλιστές (πρώην μαθητευόμενοι «μπολσεβίκοι») του ΣΥΡΙΖΑ;

Αυτό δεν σημαίνει πως η δρομολόγηση της απομάκρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία δεν θα δημιουργήσει συνθήκες εκτόξευσης της οικονομίας. Η εκτόξευση αυτή θα είναι πρόσκαιρη και δεν θα αφορά την αλλαγή του υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας από παρασιτική καταναλωτική σε παραγωγική διεθνώς ανταγωνιστική.

Για να προσελκύσει μακροπρόθεσμες επενδύσεις η χώρα χρειάζεται κανόνες οι οποίοι θα εγγυώνται τη σταθερότητα του πλαισίου των επενδύσεων για 10-20 χρόνια τουλάχιστον.

Οι κανόνες αυτοί μπορεί να εξασφαλιστούν μόνο με ευρείες πλειοψηφίες και ανάλογες συνταγματικές ρυθμίσεις. Δεν γίνεται ο κάθε υπουργός των οικονομικών δεκατρείς φορές το χρόνο όταν δεν του βγαίνουν να νούμερα να μοιράζει φόρους δεξιά και αριστερά για να εξασφαλίσει την επανεκλογή του.

Ο «κόφτης» των δαπανών του δημοσίου είναι ένα θετικό βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται δεκάδες κανόνες που δεν θα μπορεί να τους αλλάζει ο εκάστοτε υπουργός ή η εκάστοτε κυβέρνηση με μια απλή πλειοψηφία στη Βουλή.

Η χώρα μπορεί να βγει από το αδιέξοδο της φτωχοποίησης μόνο μέσω της ανάκαμψης, αλλά η ανάκαμψη δεν είναι εύκολη υπόθεση ούτε για την επόμενη κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, ούτε πολύ περισσότερο για την παρούσα η οποία φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεται περί τίνος ομιλεί και εντός ποιων ιστορικών ευθυνών έχει παγιδευτεί…

Του Κώστα Στούπα
capital.gr